εικοσάδραχμο(ν)

εικοσάδραχμο(ν)
το монета в двадцать драхм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εικοσάδραχμο(ν)" в других словарях:

  • εικοσάδραχμο — το παλαιότερα, νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικοσάδραχμος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάδραχμο νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών, εικοσάρικο …   Dictionary of Greek

  • εικοσα- — και εικοσι , α συνθετ. λέξεων, που δείχνει ότι η έννοια του β συνθετ. υπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές: Εικοσάμηνος, εικοσάδραχμο, εικοσιένα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»